- σεβάζεσθαι
- σεβάζομαιto be afraid ofpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεβάζομαι — Α [σέβας] 1. φοβούμαι και ταυτόχρονα ντρέπομαι να κάνω κάτι 2. σέβομαι («σεβάζεσθαι ξεῑνον θανόντα», Ορφ.) … Dictionary of Greek